- παράκοιτος
- ὁ, ΜΑμσν.φύλακας τού κοιτώνα, τού θαλάμουαρχ.αυτός που κοιμάται μαζί με κάποιον, σύζυγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -κοιτος (< κοίτη), πρβλ. κατά-κοιτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παράκοιτος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακοίτοις — παράκοιτος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακοίτου — παράκοιτος masc gen sg παρακοίτης one who lies beside masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακοίτων — παράκοιτος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράκοιτοι — παράκοιτος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράκοιτον — παράκοιτος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακοιτώ — έω, Α [παράκοιτος] 1. κοιμάμαι ή αγρυπνώ κοντά σε κάποιον προκειμένου να τόν φρουρώ, είμαι παρακοιμώμενος 2. (για πράγματα) βρίσκομαι στον κοιτώνα κάποιου, βρίσκομαι κοντά σε κάποιον … Dictionary of Greek
παρακοιμώμενος — Ανώτατο βυζαντινό αξίωμα μεγάλης σπουδαιότητας, το όνομα του οποίου προήλθε από το γεγονός ότι αυτός ο αξιωματούχος κοιμόταν μπροστά από την πόρτα του βασιλικού κοιτώνα. Στους υστεροβυζαντινούς χρόνους αναφέρονται δύο π., της σφενδόνης και του… … Dictionary of Greek
ՀԱՐՃ — (ʼի կամ ոյ, ից.) NBH 2 0065 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 12c, 13c գ. παλλακή, παράκοιτος concubina. վր. խարճա . Երկրորդական կին՝ առ եբրայեցիս, կամ առ հեթանոսս. Տե՛ս Ծն. ՟Ի՟Բ. 24: Դտ. ՟Ժ՟Թ. 29: ՟Բ. Թագ. ՟Ժ՟Ե. 16: ՟Ա. Մնաց. ՟Ա. 2.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)